- στυλιζάρισμα
- και στιλιζάρισμα, το, Ν [στυλιζάρω / στιλιζάρω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στυλιζάρω, καλλιτεχνική ή λογοτεχνική επεξεργασία με ορισμένο στυλ, με ορισμένη τεχνοτροπία2. (καλ. τεχν.) η αναγωγή μιας μορφής στα ουσιαστικά μόνον χαρακτηριστικά της, η απεικόνιση της αδρομερώς, με παράλειψη τών λεπτομερειών και με διακοσμητικό τρόπο3. επεξεργασία ενός απλού χορογραφικού ή μουσικού μοτίβου με διατήρηση μόνον τών ουσιαστικών χαρακτηριστικών του.
Dictionary of Greek. 2013.